ὑαλᾶς

ὑαλᾶς
ὑᾰλᾶς, , ,
A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis).
II ὑάλας perh. = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υαλάς — και οἱαλᾱς, ᾱ, ὁ, Α υαλουργός, γυαλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. ᾶς τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ ᾶς). Η γραφή τής λ. με οι απαντά την εποχή που η δίφθογγος οι είχε συμπέσει στην προφορά με το υ /u/] …   Dictionary of Greek

  • οιαλάς — οἱαλᾱς, ὁ (Α) βλ. υαλάς …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”